- καύσιμος
- combustible
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καύσιμος — η, ο (Α καύσιμος, ον) [καύσις] αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο α) καύση, κάψιμο … Dictionary of Greek
καύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να καεί, αυτός που χρησιμεύει για παραγωγή θερμότητας: Δεν έχουν μεγάλες ποσότητες καύσιμης ύλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καύσιμον — καύσιμος combustible masc/fem acc sg καύσιμος combustible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυσίμοις — καύσιμος combustible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυσίμου — καύσιμος combustible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυσίμων — καύσιμος combustible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυσίμῳ — καύσιμος combustible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύσιμα — καύσιμος combustible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
καυσιμότητα — η [καύσιμος] η ιδιότητα μερικών υλών να αναφλέγονται, να καίγονται εύκολα, η ευφλεκτότητα … Dictionary of Greek
καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… … Dictionary of Greek